- κρεμέζι
- και κρεμέζιο, το (Μ κριμίζιν) [κρεμεζής]ερυθρή χρωστική ουσία που εξάγεται από το έντομο κέρμης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμέζι — κρεμέζι, το και κρεμέζο, το κόκκινη χρωστική ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμεζώνω — [κρεμέζι] βάφω κάτι με κρεμέζι … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
κρεμεζής — ιά, ί (Μ κιρμιζής και κερμεζής, ίν, ουδ. και χριμιζίν) 1. κόκκινος, ερυθρός 2. το ουδ. ως ουσ. το κρεμεζί ή χριμιζίν το κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. κιρμιζής < αραβοτουρκ. kirmizi. Ο τ. κρεμεζής σχηματίστηκε με μετάθεση τού υγρού ρ και… … Dictionary of Greek
πρινοκόκκι — το, Ν κηκίδα τού πουρναριού, κρεμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κόκκος] … Dictionary of Greek
cârmâz — CÂRMẤZ s.m., s.n. 1. s.m. Plantă erbacee cu flori mici albe roz, cu fructe în formă de bobiţe mici roşii sau negre, întrebuinţate drept colorant (Phytolacca decandra). 2. s.n. Materie colorantă roşie, extrasă din fructele de cârmâz (1) sau din… … Dicționar Român
κρεμεζής, -ιά, -ί — (λ. ιταλ.) 1. αυτός που έχει χρώμα κρεμεζιού. 2. το ουδ., κρεμεζί ως ουσ., δηλώνει κόκκινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)